- χαρτοκλέφτης
- και λόγ. τ. χαρτοκλέπτης, ο, θηλ. χαρτοκλέφτρα και χαρτοκλεφτρού, Ναυτός που κλέβει σε παιχνίδι με χαρτιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + κλέφτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χαρτοκλέπται, μαρτυρείται από το 1826 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.